- ψαλιδόστομος
- -ον, Α(στον Αριστοφ.) (ως κωμικός χαρακτηρισμός τού κάβουρα) αυτός που το στόμα του μοιάζει με ψαλίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, -ίδος + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκό-στομος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαλιδόστομοι — ψαλιδόστομος nipper mouthed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)